Ο διάβολος δεν πηγαίνει κόντρα. Αν υπάρχη μια τάση, σπρώχνει και αυτός, για να ταλαιπωρήση και να πλανήση τον άνθρωπο. Τον ευαίσθητο λ.χ. τον κάνει υπερευαίσθητο.
Όταν έχης διάθεση να κάνης μετάνοιες, σπρώχνει και ο διάβολος να κάνης περισσότερες από την αντοχή σου και, αν οι δυνάμεις σου είναι περιορισμένες, δημιουργείται μια νευρικότητα, γιατί δεν τα βγάζεις πέρα, και στην συνέχεια σου δημιουργεί άγχος με ελαφρά απελπισία κατ’ αρχάς και μετά συνεχίζει…
Θυμάμαι, όταν ήμουν αρχάριος μοναχός, ένα διάστημα, μόλις έπεφτα να κοιμηθώ, μου έλεγε ο πειρασμός: “Κοιμάσαι; Σήκω! Τόσοι άνθρωποι υποφέρουν, τόσοι έχουν ανάγκη…” Σηκωνόμουν και έκανα μετάνοιες, ό,τι μπορούσα. Μόλις έπεφτα να κοιμηθώ, άρχιζε ξανά: “Οι άλλοι υποφέρουν κι εσύ κοιμάσαι; Σήκω!” Σηκωνόμουν πάλι. Μέχρι που έφθασα να πω: “Αχ, να μου κόβονταν τα πόδια, τι καλά! Θα ήμουν τότε δικαιολογημένος, αφού δεν θα μπορούσα να κάνω μετάνοιες”. Μια Μεγάλη Σαρακοστή την έβγαλα με το ζόρι, γιατί πήγαινα να στριμώξω τον εαυτό μου περισσότερο από την αντοχή μου.
Όταν νιώθουμε στον αγώνα μας άγχος, να ξέρουμε ότι δεν κινούμαστε στον χώρο του Θεού.

«…ακόμη κι αν η σκουριά απ’ τη νοτιά των αιώνων


Το άγχος είναι του διαβόλου. Όταν βλέπετε άγχος, να ξέρετε ότι εκεί έχει βάλει την ουρά του το ταγκαλάκι.

Ο Μάνιος Κούριος Δενάτος ήταν πολύ ολιγαρκής για να μπορεί να περιφρονεί ευκολότερα τα πλούτη. Κάποια μέρα ήλθαν σε αυτόν απεσταλμένοι των Σαμνιτών. Αυτός παρουσιάστηκε στα μάτια τους να κάθεται δίπλα στη φωτιά σε ένα σκαμνί και να τρώει από ένα ξύλινο πιάτο. Περιφρόνησε τα πλούτη των Σαμνιτών και οι Σαμνίτες θαύμασαν τη φτώχεια του. Ενώ δηλαδή έφεραν σε αυτόν μεγάλη ποσότητα χρυσάφι από την πολιτεία τους για να τον δωροδοκήσουν χαλάρωσε το πρόσωπό του με το γέλιο και είπε:



